10.9.12

κάπου στη μακεδονία




πόσες φορές ακόμα θα μου 'ρθει στο νου
εκείνο το απόγευμα του Αυγούστου
που με τη γεύση και το αλάτι ενός τόπου μακρινού
ήπια γλυκό κρασί με τ' άρωμα του μούστου,

ζέστη και μια απαίσια υγρασία
και φαινόμουν ιδρωμένος στη φωτογραφία,
κάθησα απέναντι σε μια παράξενη κυρία
κάπου στη μακεδονία.

Κάτω, κάπου εκεί στο νότο
είχε το βλέμμα της στραμμένο και στα μάτια βροχή,
έκρυβε μέσα της τον πιο μεγάλο κρότο
κι αγωνιούσε μάταια για την μέρα που θα' ρθει,

χωρίς πολλά πολλά και με λόγια μετρημένα
άκου, λοιπόν, και θα σου κάνω το χατίρι,
μου είπε και αράδιασε όλα τα περασμένα
ενώ συγχρόνως γέμιζε το ποτήρι.

Αφού σου το 'πα,είναι απολύτως λογικό
να δίνεις στη ζωή όσα αυτή ζητάει
και μένα που με βλέπεις το κακό το ριζικό
μ' έβαλε κάτω μια φορά κι ακόμα με χτυπάει,

ναι ξέρω, θα μου πεις για τον θεό
πως δεν υπάρχει, δεν θα διαφωνήσω,
μα όλους τους λεκέδες που 'χω μέσα στο μυαλό
με πιο σφουγγάρι αυταπάτης να τους σβήσω;

Κι όπως κυλούσε αργά η κουβέντα
κι ετοιμάζονταν ο ήλιος να σωθεί για το δείλι, 
έκοψε ένα κλωναράκι μέντα
κι άρχισε μ' αυτό να ραντίζει με κρασί τα χείλη.

Λιώμα, την άφησα να μπουσουλάει
σ' ένα χώμα που ποτέ δεν θα γεράσει.
Αυτό είναι τόσα χρόνια που γερά την βαστάει
κι είναι το ίδιο που αύριο θα την σκεπάσει.



μία παράξενη κυρία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

μίλησαν...