6.2.13

Madamme Lorette


Το πιο μυστήριο κορίτσι του Λονδίνου
έκοβε βόλτες στο ποτάμι και κοιτούσε
κάπνιζε κι από μέσα της μονολογούσε
"πως βρέθηκα εγώ στην αγκαλιά εκείνου;".

Γύρω στις τρεις που άρχισε να σουρουπώνει
μέσα από γκράφιτι και νέον πινακίδες
ήταν μοιραίο μα εξεπλάγης καθώς είδες
να πλησιάζει η μαντάμ Λορέττα μόνη.

Ποιος γέρος πάλι θα χαϊδεύει τα μαλλιά της
και θα φροντίζει την μελαχροινή της κώμη,
πως θα την γδύνει κι από που θα την γραπωνει,
με τι καμάρι θα μαζεύει τα φιλιά της.

Τί ιστορίες θα της λέει σαν κοιμάται
πως ήταν άρχοντας κι εσκότωσε το κτήνος
και θα πιστεύει, όπως της έμαθε εκείνος
δίχως ποτέ, ποτέ βαθιά να συλλογάται:

το πιο μεγάλο και το πιο μοιραίο λάθος
που άφησε πίσω του τα χρόνια του τσακισμένα.
Μαντάμ Λορέττα, το ερωτικό σου πάθος
γιατί το πνίγεις μες στου Τάμεση το βάθος;

Πάλι καπνίζει η μαντάμ Λορέττα μόνη,
παρατηρεί στα γόνατα σκυμμένη
τα ποταμόπλοια και όλο περιμένει
αν η ώρα του μάταιου γάμου της ζυγώνει...

Είναι Νοέμβρης κι η μαντάμ Λορέττα λείπει,
έμαθες τ' όνομά της μέσα από ιστορίες
που διαδίδουνε οι πλούσιες κυρίες.

Είναι Γενάρης κι ο χειμώνας εξαπλώθη
τίποτα πια δεν σου θυμίζει τ' όνομά της,
σαν τα τσιγάρα της και σαν τα δάκρυά της
που χύθηκαν στου Τάμεση την όχθη.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

μίλησαν...